- εσθλα
- ἐσθλάτά ценные вещи, имущество Hom., Pind.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἐσθλά — ἐσθλός good neut nom/voc/acc pl ἐσθλά̱ , ἐσθλός good fem nom/voc/acc dual ἐσθλά̱ , ἐσθλός good fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσθλᾷ — ἐσθλός good fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐθλῶν μὲν γὰρ ἄπ’ ἐσθλὰ μαθήσεαι. — ἐθλῶν μὲν γὰρ ἄπ’ ἐσθλὰ μαθήσεαι. См. Добрый добру научает, а злой на зло наставляет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ἔσθλ' — ἐσθλά , ἐσθλός good neut nom/voc/acc pl ἐσθλά̱ , ἐσθλός good fem nom/voc/acc dual ἐσθλά̱ , ἐσθλός good fem nom/voc sg (doric aeolic) ἐσθλέ , ἐσθλός good masc voc sg ἐσθλαί , ἐσθλός good fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσθλάν — ἐσθλά̱ν , ἐσθλός good fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσθλάς — ἐσθλά̱ς , ἐσθλός good fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εσθλός — ἐσθλός, ή, όν και δωρ. και αρκαδ. τ. ἐσλός, ά, όν και αιολ. ἔσλος (Α) 1. αγαθός, άξιος στο είδος του (στο επάγγελμα ή στην ιδιότητά του) 2. γενναίος, ανδρείος, ισχυρός 3. ευγενής, έξοχος («ἐσθλοῡ πατρὸς παῑς», Σοφ.) 4. (για άλογα) αυτός που… … Dictionary of Greek
добрый добру научает, а злой на зло наставляет — Ср. εσθλών μεν γαρ απ εσθλα, μαθήσεαι. От добрых научишься добру. Theogn. Gnom … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Добрый добру научает, а злой на зло наставляет — Добрый добру научаетъ, а злой на зло наставляетъ. Ср. ἐθλῶν μὲν γὰρ ἄπ’ ἐσθλὰ μαθήσεαι. Пер. Отъ добрыхъ научишься добру. Theogn. Gnom … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
εκπέμπω — (AM ἐκπέμπω) 1. αποστέλλω, εξαποστέλλω («εκπέμπω αποικία», «ἐκπέμπουσι συμπρεσβευτάς») 2. αναδίδω και διασκορπίζω στον χώρο («εκπέμπω λάμψη», «ἐκπέμπω σέλας, πνεῡμα ὑγρόν, δυσοσμίαν κ.λπ.») νεοελλ. 1. απελευθερώνω ηλεκτρόνια τα οποία κινούνται… … Dictionary of Greek
χερείων — ον, και δωρ. τ. χερήων, ήον, Α χείρων, χειρότερος (α. «ἐπεὶ τὰ χερείονα νικᾷ», Ομ. Ιλ. «ἐσθλά τε καὶ τὰ χέρηα», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χείρων] … Dictionary of Greek